- κοφφινίτης
- ο(ορυκτ.) μαύρο πυριτικό ορυκτό τού ουρανίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coffinite < αγγλ. coffin (< μσν.-αγγλ. cofin < μσν. γαλλ. cofin < μτγν. λατ. cophinus < κόφινος) + κατάλ. -ite].
Dictionary of Greek. 2013.